- μέτρον
- μέτρονthat by which anything is measuredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέτρον — μέτρον, τὸ (ΑΜ) βλ. μέτρο … Dictionary of Greek
Πάντων μέτρον ἄριστον. — πάντων μέτρον ἄριστον. См. Всему счет, мера и граница … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αδώνιον μέτρον — Αρχαία μετρική ποιητική μονάδα, που έκλεινε τις στροφές ποιημάτων γραμμένων κυρίως σε δακτυλικά μέτρα. Ο στίχος προήλθε από τη συνένωση ενός δάκτυλου και ενός σπονδείου (με αδιάφορη την ποσότητα της τελευταίας συλλαβής.. Ονομάστηκε έτσι από την… … Dictionary of Greek
γλυκώνιον μέτρον — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής, που το αποτελούσαν τρεις τροχαίοι και ένας δάκτυλος (τετραποδία),που είχε την πρώτη ή δεύτερη ή τρίτη θέση ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς πόδες … Dictionary of Greek
μέτρω — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc dual μέτρον that by which anything is measured neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτροις — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτροισι — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτροισιν — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρου — μέτρον that by which anything is measured neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)